στυγερά

στυγερά
στυγερός
hated
neut nom/voc/acc pl
στυγερά̱ , στυγερός
hated
fem nom/voc/acc dual
στυγερά̱ , στυγερός
hated
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στυγερᾶι — στυγερᾷ , στυγερός hated fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγεράν — στυγερά̱ν , στυγερός hated fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγεράς — στυγερά̱ς , στυγερός hated fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ηρώδης — Όνομα Βασιλιάδων των Ιουδαίων. 1. Η. Α’ ο Μέγας (περ. 73 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Βασιλιάς της Ιουδαίας. (37 π.Χ. – 4 μ.Χ.) Ήταν γιος του Αντίπατρου, που είχε εξιουδαϊστεί. Κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια του Αντωνίου, ο οποίος έπεισε τη ρωμαϊκή σύγκλητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”